βούγλωσσος — sole fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούγλωττος — βούγλωσσος , βούγλωσσος sole fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουγλώσσους — βούγλωσσος sole fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούγλωσσοι — βούγλωσσος sole fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek
βούγλωσσο — το (AM βούγλωσσον) βλ. βούγλωσσος … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
ԵԶՆԱԼԵԶՈՒ — ( ) NBH 1 0647 Chronological Sequence: Unknown date գ. βουγλώσσος buglossus, a; borrago, lingua bubula եւ plantago Գաղտիկուր. ջղախոտ. գառնալեզու. եզան լեզու .... Բժշկարան … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
βουγλώσσου — βούγλωσσον buglossos neut gen sg βούγλωσσος sole fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουγλώσσωι — βουγλώσσῳ , βούγλωσσον buglossos neut dat sg βουγλώσσῳ , βούγλωσσος sole fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)