βούγλωσσος

βούγλωσσος
ο και βούγλωσσο, το (AM βούγλωσσος και βούγλωσσον, Α και βούγλωττος)
1. ονομασία διαφόρων φυτών του γένους Άγχουσα
2. το αρσ. ως ουσ.
βούγλωσσος, ο
το ψάρι γλώσσα
μσν.
ως επίθ. αυτός που μιλάει αργά και με δυσκολία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βούγλωσσος — sole fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούγλωττος — βούγλωσσος , βούγλωσσος sole fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουγλώσσους — βούγλωσσος sole fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούγλωσσοι — βούγλωσσος sole fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 …   Dictionary of Greek

  • βούγλωσσο — το (AM βούγλωσσον) βλ. βούγλωσσος …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • ԵԶՆԱԼԵԶՈՒ — ( ) NBH 1 0647 Chronological Sequence: Unknown date գ. βουγλώσσος buglossus, a; borrago, lingua bubula եւ plantago Գաղտիկուր. ջղախոտ. գառնալեզու. եզան լեզու .... Բժշկարան …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • βουγλώσσου — βούγλωσσον buglossos neut gen sg βούγλωσσος sole fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουγλώσσωι — βουγλώσσῳ , βούγλωσσον buglossos neut dat sg βουγλώσσῳ , βούγλωσσος sole fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”